Σκούρτα, Στεφάνη, Δερβενοχώρια, Φυλή, Μελετάκι, Ψάθα, αντηχούσαν οι λαγκαδιές απο τις εξατμίσεις των Fiat 124, Datsun Violet, Escort MK2, Opel Ascona, Bmw 2002, μαζί με 2 «κωλοφτιαγμένα» Σταρλετάκια. Δίχως πρόγραμμα, απλά για την «καύλα» μας και μόνο.
Για την παρέα. Για να δούμε ποιός είχε μάθει καλύτερα την διαδρομή μέσα στη νύχτα. Μια διαδρομή που την κάναμε αυτούσια κάθε βδομάδα, συνήθως Σάββατο βράδυ, απο μια φορά. Και μετά πάλι ανάποδα προς τα πίσω, με αντίθετη φορά. Μέχρι και ζευγάρια απο αγωνιστικά «προβόλια» μάρκας “Hella”, ή CIBI, τα γνωστά «καρφιά», είχαμε βιδώσει στους μπροστινούς προφυλακτήρες, για να κάνουμε την νύχτα – μέρα. Αυτές οι διαδρομές ήταν πολλές φορές και ειδικές διαδρομές για τα ασφάλτινα ράλλυ «Παλλάδιο» και «Αττικό» της εποχής, που δεν χάναμε ποτέ σαν θεατές.
Θέλαμε λοιπόν να «κλέψουμε» λίγη απο την δόξα και να φορτώσουμε αδρεναλίνη τις φλέβες μας, νιώθοντας (έτσι νομίζαμε), όπως εκείνοι οι «χεράδες» που θαυμάζαμε! Ο πυρετός της προετοιμασίας για την επόμενη μας«βόλτα», ξεκινούσε απο το απόγευμα της Δευτέρας, στο συνεργείο του μάστρο Σπύρου, όπου μαζευόμαστε όλοι μετά τις δουλειές μας, για να καλαμπουρίσουμε, να πειράξουμε ο ένας τον άλλο, να σκεφτούμε ιδέες για περισσότερα άλογα, να ψάξουμε τα γύρω βουλκανιζατέρ της περιοχής για μεταχειρισμένα «Πιρέλια» 175/50 που να κράταγαν «ψωμί» στη γόμα τους, να ρυθμίσουμε τα καρμπυρατέρ και να χρονίσουμε τα ντιστριμπυτέρ μας με την λάμπα!
Ο ένας βοηθούσε τον άλλο στο συνεργείο, πάντα με την εποπτεία του «μάστορα». Κάποιοι απο εμας, κόβαμε με τροχό τα ελατήρια για να χαμηλώσουμε το αυτοκίνητο, τοποθετώντας στη συνέχεια τα καινούργια Koni ή Bilstein που μόλις είχαμε αγοράσει «ματώνοντας» την τσέπη μας, με το βδομαδιάτικο μεροκάματο να έχει κάνει ήδη «φτερά». Το ίδιο και με τις 13άρες τότε ζάντες, που ψάχναμε απεγνωσμένα στα παλιατζήδικα της Λιοσίων, για να βρούμε το καρρέ που θέλαμε αυστηρά με πισωκίνητο όφσετ, για να βγαίνει η ζάντα όσο πιο πολύ γίνεται έξω απο το φτερό. Να φαίνεται «αλήτικο» και «σαύρα» το αυτοκίνητο, αυτό θέλαμε!
Κάποιοι άλλοι «γκατζετάκηδες» στολίζανε την κονσόλα τους με «καλούδια» από όργανα πίεσης λαδιού, θερμοκρασίας, βολτόμετρα, στροφόμετρα της Stack, ενώ τα αγωνιστικά τιμόνια της Momo ή της Sparco με τους έξτρα κώνους προσαρμογής, ήταν και αυτά στο πρόγραμμα, λες και θα μας έκαναν γρηγορότερους. Αλλά είπαμε: μπρος στα κάλλη τι είναι ο πόνος. Το αγαπούσαμε το αυτοκίνητο. Ήταν το φετίχ μας, η απόδρασή μας, η τρέλα μας! Όλα μας τα λεφτά πήγαιναν σε αυτό και ας μην είχαμε την επόμενη να πάμε για καφέ. Και ας μην είχαμε να αγοράσουμε καινούργια All Star. Λίγο μας ένοιαζε! Όσο για τις εξατμίσεις; Ένα τελικό καζανάκι με ξετρυπημένα τα διαφράγματα και πολύ ήταν. Θέλαμε να ακούμε την μελωδία της, το κροτάλισμά της, μαζί με τον αγωνιστικό «βρυχηθμό» απο τα Βέμπερ μονά ή διπλά, στο άσε – πάτα του γκαζιού, πάνω στο βουνό.
Στο μόνο που δεν δίναμε πολύ σημασία, ήταν τα φρένα, με την μόνη αλλαγή να γίνεται στα τακάκια, τα οποία αλλάζαμε με σκληρότερα αγωνιστικού τύπου της Ferodo, με τον κωδικό αν θυμάμαι καλά DS11, όπως και νέα ενισχυμένου τύπου υγρά φρένων προδιαγραφών Dot 5. Αν μας περίσσευε καμιά δραχμή, αγοράζαμε και 4 ψυχρά μπουζί της Denso. Ήταν απλά τότε τα αυτοκίνητα. Έβαζες άνετα χέρι στη μηχανή, αν ήξερες τα βασικά. Δεν είχαν 300 αισθητήρες, εγκεφάλους, κόντρα υποσυστήματα εγκεφάλου, ποτενσιόμετρα, υποπιέσεις, βαλβίδες NGR, ηλεκτρονικά τσοκ κλπ, δεν ήταν «καλωδιομένα» όπως τα σημερινά. Έπρεπε να ιδρώσεις και να πληρώσεις αδρά για να βγάλεις μερικά παραπάνω άλογα, καθότι τα κιτ βελτίωσης, εκκεντροφόροι, μεγαλύτερες βαλβίδες, πεταλούδες γκαζιού και όλα αυτά τα ωραία, ήταν επώνυμα, ακριβά και εισαγόμενα, χώρια τις εργασίες στο ρεκτιφιέ αν επιχειρούσες να «πουσσάρεις» δραστικά τον κινητήρα απο μέσα. Και μιλάμε πάντα για ατμοσφαιρικές βελτιώσεις.
Μετά ήρθαν οι τουρμπίνες και η μαγεία εκμαυλίστηκε. Οι παλιοί «μοτερίστες» μηχανικοί πέσαν στην αφάνεια, σε αντιδιαστολή με τους ευκαιριακούς και μέτριους, που βρήκαν την κότα με τα χρυσά αυγά…
Έτσι λοιπόν, η παλιοπαρέα με τις «πισωκούνες», περνούσε τα Σαββατόβραδα της, άφήνοντας μπόλικο λάστιχο και μπόλικα καμμένα οκτάνια απο σούπερ βενζίνα στα βουνά, ανάμεσα στις μυρωδιές απο τα ελάτια, τα πουρνάρια και τα πεύκα. Είχε μάλιστα ονομάσει η παρέα και μερικές δύσκολες στροφές στις οποίες κατά καιρούς στους αγώνες, κάποιοι οδηγοί είχαν βγει απο το δρόμο, με το όνομα ή το αγωνιστικό ψευδώνυμο εκείνου του οδηγού. « Να εκεί στη στροφή του «Λαέρτη» λέγαμε, πέρασα με τρίτη χωρίς να αφήσω» και άλλα τέτοια «καυχησιάρικα».
Για την ιστορία, όλη αυτή η ευχάριστη «προπόνηση» στο βουνό, κάποτε εξαργυρώθηκε απρόσμενα!. Ήταν μερικά χρόνια αργότερα, όταν μερικοί απο την παρέα, αποφάσισαν να πάρουν εκκίνηση σε ένα βραδυνό ράλι Πάλλάδιο, το οποίο είχε συμπεριλάβει τις ειδικές διαδρομές, Φυλή, Στεφάνη και Σκούρτα, ανάμεσα σε άλλες, οδηγώντας αυτή την φορά μπροστοκίνητα αυτοκίνητα. Η παρέα λοιπόν με τα δύο Peugeot 205 rallye και το ένα Citroen AX Sport, σε αυτές τις ειδικές, έκανε το1-2-3 στην κλάση τους! Μακάρι να έμπαινα σε μια χρονομηχανή και να γυρνούσα στα δροσερά εκείνα ανέμελα χρόνια της νιότης, που έμειναν για πάντα στην καρδιά και στο μυαλό ανεξίτηλα!