Η Ευρώπη θα μπορούσε να τροφοδοτείται εξ ολοκλήρου από τις δικές της ανανεώσιμες πηγές ενέργειας από το 2030 και μετά, εφόσον οι κυβερνήσεις και οι ιδιώτες επενδυτές είναι πρόθυμοι να δαπανήσουν τρισεκατομμύρια ευρώ, σύμφωνα με έκθεση που πραγματοποιήθηκε υπό την αιγίδα του Ινστιτούτου Ερευνών του Πότσδαμ για τις Κλιματικές Επιπτώσεις.
Σύμφωνα με τη μελέτη, θα χρειασθεί άλλη μια δεκαετία προκειμένου να μετατραπεί ολόκληρο το ενεργειακό σύστημα, συμπεριλαμβανομένων λειτουργιών όπως η θέρμανση που σήμερα τροφοδοτείται με πετρέλαιο ή φυσικό αέριο, ώστε να υποστηρίζεται από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.
Αυτό το ενεργειακό σύστημα, που βασίζεται σε 100% ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, θα οδηγήσει σε μείωση του ενεργειακού κόστους για τους καταναλωτές.
Για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο, το ετήσιο κόστος θα ήταν 140 δισ. ευρώ έως το 2030 και 100 δισ. ευρώ ετησίως κατά την επόμενη δεκαετία.
Ωστόσο, καθώς όλα αυτά ισοδυναμούν με το 75% του τρέχοντος ετήσιου προϋπολογισμού της ΕΕ, είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι το μεγαλύτερο μέρος του ποσού αυτού θα μπορούσε δυνητικά να προέλθει από ιδιώτες επενδυτές, όπως ακριβώς προτείνει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο στην τελευταία του έκθεση.
Ενώ το μεγαλύτερο μέρος των κονδυλίων θα χρειαζόταν για την επέκταση των χερσαίων αιολικών εγκαταστάσεων, οι ηλιακοί και γεωθερμικοί πόροι, καθώς και το υδρογόνο, θα αποτελούσαν πρόσθετους πυλώνες της στρατηγικής αυτής.
Η επιστημονική μελέτη – η οποία ανατέθηκε από την Aquila Capital, έναν από τους μεγαλύτερους ιδιώτες επενδυτές ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στην Ευρώπη – υποδηλώνει ότι αυτό το ενεργειακό σύστημα, που βασίζεται σε 100% ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, θα συνοδεύεται από μείωση του ενεργειακού κόστους για τους καταναλωτές και ανθεκτικότητα σε περιόδους γεωπολιτικών εντάσεων.
«Οι αριθμοί αυτοί είναι σημαντικοί, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι ευρωπαϊκές χώρες εκτιμάται ότι δαπάνησαν επιπλέον 792 δισεκατομμύρια ευρώ μόνο το τελευταίο έτος στο υπάρχον ενεργειακό σύστημα προκειμένου να προστατεύσουν τους καταναλωτές από τις επιπτώσεις της ενεργειακής κρίσης που επέσυρε η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία» αναφέρει η μελέτη.
Θα μπορούσε η Ευρώπη να γίνει η πρώτη κλιματικά ουδέτερη ήπειρος;
Οι τρέχοντες στόχοι της ΕΕ απαιτούν το 42,5% της ενέργειας της ΕΕ να προέρχεται από ανανεώσιμες πηγές έως το 2030, με τη φιλοδοξία να φθάσει το 45%.
Αν και η μελέτη αναφέρει ότι ο στόχος θα μπορούσε να είναι πολύ υψηλότερος, παραδέχεται ότι η πορεία προς τα εκεί συνιστά μια τεράστια επένδυση τόσο σε τεχνολογίες και δεξιότητες όσο και στην ανάπτυξη υποδομών ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, συμπεριλαμβανομένης της δημιουργίας δικτύων και εγκαταστάσεων αποθήκευσης ενέργειας.
Απαιτούνται επειγόντως στρατηγικές για τη μείωση του μεριδίου των ορυκτών καυσίμων στην ευρωπαϊκή ενέργεια γρήγορα και αποτελεσματικά.
Παράλληλα απαιτούνται επενδύσεις στον τομέα των ψηφιακών τεχνολογιών. Για παράδειγμα, η τεχνητή νοημοσύνη μπορεί να βοηθήσει στον προγραμματισμό, την αποθήκευση και την παροχή ενέργειας όπου και όταν χρειάζεται.
Η μελέτη απηχεί τις επικρίσεις της βιομηχανίας προς τις ρυθμιστικές αρχές της Ευρώπης, ζητώντας ταχύτερη έγκριση των έργων ώστε να διασφαλιστεί η επίτευξη των στόχων, επισημαίνοντας ότι η προσφορά ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές θα πρέπει να αυξηθεί κατά 20% ετησίως για να καλύψει την αναμενόμενη ζήτηση έως το 2030.
Τέλος, καλεί τους πολιτικούς να παράσχουν κίνητρα και να διασφαλίσουν ότι οι επενδύσεις σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας είναι αρκετά ελκυστικές ώστε να προσελκύσουν ιδιωτικά κεφάλαια στην αγορά.